- συνδιάκονος
- ὁ, ἡ, ΜΑ [διάκονος]μσν.εκκλ. αυτός που υπηρετεί ως διάκονος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλοναρχ.βοηθός υπηρέτη ή υπηρέτης μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδιάκονος — fellow servant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακόνοις — συνδιάκονος fellow servant masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακόνου — συνδιάκονος fellow servant masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακόνους — συνδιάκονος fellow servant masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακόνων — συνδιάκονος fellow servant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακόνῳ — συνδιάκονος fellow servant masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιάκονοι — συνδιάκονος fellow servant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιάκονον — συνδιάκονος fellow servant masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιακονώ — έω, Α [συνδιάκονος] εκκλ. είμαι διάκονος μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
ՍԱՐԿԱՒԱԳԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 2 0701 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. συνδιάκονος simul cum alio ministrans. Սարկաւագ ընկեր սարկաւագի. պաշտօնակից. ծառայակից. *Սարկաւագունք սթափեալ պարծեսցին իբրեւ սարկաւագցաւ. Բրս. ի ստեփ.: *Ի ձեռն դորոթայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)